ἥρως
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ἡρω- | |||||
| ονομαστική | ὁ | ἥρως | οἱ | ἥρωες | |
| γενική | τοῦ | ἥρωος | τῶν | ἡρώων | |
| δοτική | τῷ | ἥρωῐ | τοῖς | ἥρωσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | ἥρωᾰ | τοὺς | ἥρωᾰς | |
| κλητική ὦ! | ἥρως | ἥρωες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἥρωε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡρώοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἥρως' όπως «ἥρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Παράγωγα
- ἀφηρωΐζω
- ἡρώασσα
- ἡρώειον
- ἡρωίαμβος
- ἡρωίζω
- ἡρωϊκός
- ἡρωίνη
- ἡρώιος
- ἡρωίς
- ἡρώϊσσα
- ἡρωϊσμός
- ἡρωϊστής
- ἡρωογονία
- ἡρωολογέω
- ἡρωολογία
- ἡρῷον
- ἡρωφόρος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἥρως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἥρως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.