acacia

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

acacia (en)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ka.sja/
 

Ουσιαστικό

acacia (fr)



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

acacia (it)



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

acacia (la) θηλυκό

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική acācia acāciae
γενική acāciae acāciārum
δοτική acāciae acāciīs
αιτιατική acāciam acāciās
κλητική acācia acāciae
αφαιρετική acāciā acāciīs
(α' κλίση)



Σαρδηνιακά (sc)

Ουσιαστικό

acacia

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.