αισχύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αισχύνη | οι | αισχύνες |
| γενική | της | αισχύνης | των | αισχυνών |
| αιτιατική | την | αισχύνη | τις | αισχύνες |
| κλητική | αισχύνη | αισχύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αισχύνη < αρχαία ελληνική αἰσχύνη < αἰσχύνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈsçi.ni/
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αισχύνομαι
- αναίσχυντα
- αναισχυντία
- αναίσχυντος
- αναισχυντώ
- ανεπαίσχυντος
- επαίσχυντα
- επαίσχυντος
- καταισχύνη
- → δείτε τη λέξη αίσχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.