καταισχύνη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταισχύνη < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική καταισχύνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.teˈsçi.ni/

Ουσιαστικό

καταισχύνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.