ντροπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ντροπή | οι | ντροπές |
| γενική | της | ντροπής | των | ντροπών |
| αιτιατική | την | ντροπή | τις | ντροπές |
| κλητική | ντροπή | ντροπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντροπή < ντρέπομαι < (ελληνιστική κοινή) ἐντρέπομαι < ἐν + τρέπω
Προφορά
- ΔΦΑ : /dɾoˈpi/
Ουσιαστικό
ντροπή θηλυκό
- το αρνητικό συναίσθημα ενοχής που νιώθει κάποιος όταν συνειδητοποιεί ότι έφταιξε σε κάτι
- η πράξη ή το πρόσωπο που επισύρει αυτό το αρνητικό συναίσθημα, το όνειδος
- ο εξευτελισμός μετά από κάποια ήττα/αποτυχία, το όνειδος
- η συστολή που νιώθουν κάποιοι λόγω χαρακτήρα ή σε συγκεκριμένες περιστάσεις
Εκφράσεις
- ντροπή σου!: θα έπρεπε να ντρέπεσαι γι' αυτό που έκανες ή είπες
Συγγενικά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.