επαίσχυντα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επαίσχυντα < επαίσχυντος + -α
Επίρρημα
επαίσχυντα
- με επαίσχυντο τρόπο, ντροπιαστικά
- ※ Είν' αλήθεια πως ήμουνα αδύναμος, επαίσχυντα ευαίσθητος, σ' αδιάκοπη πάλη με τη φθορά (Άγγελος Τερζάκης Παλαμήδι [διήγημα])
Μεταφράσεις
επαίσχυντα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επαίσχυντα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επαίσχυντος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.