αίσχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αίσχος τα αίσχη
      γενική του αίσχους των αισχών
    αιτιατική το αίσχος τα αίσχη
     κλητική αίσχος αίσχη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αίσχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἶσχος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.sxos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αίσχος

Ουσιαστικό

αίσχος ουδέτερο

  1. ο χαρακτηρισμός για κάτι που προκαλεί ντροπή
    το τείχος του αίσχους
  2. ο χαρακτηρισμός για κάτι πολύ άσχημο
    Αυτό το σπίτι είναι αίσχος. Ποιος το έφτιαξε;
  3. (στον πληθυντικό) αισχρές πράξεις
    σε αυτό το σπίτι γίνονται αίσχη
  4. (ως επιφώνημα) ντροπή!
    Τι πράγματα είναι αυτά; Αίσχος!

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.