shame
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
shame (en)
- (μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) το κρίμα, χρησιμοποιείται για να πω ότι κάτι είναι αιτία θλίψης ή απογοήτευσης
- (μη μετρήσιμο) η ντροπή, τα συναισθήματα της λύπης, της αμηχανίας ή της ενοχής που έχω όταν ξέρω ότι κάτι που έχω κάνει είναι λάθος ή ανόητο
- ↪ He hung his head in shame.
- Κρέμασε το κεφάλι από ντροπή.
- ↪ He felt shame for having failed.
- Ένιωθε ντροπή που απότυχε.
- ↪ He hung his head in shame.
- (μη μετρήσιμο, επίσημο) η ντροπή, η ικανότητα να νιώθω ντροπή για κάτι που έχω κάνει
- ↪ She has no shame.
- Δεν έχει ίχνος ντροπή απάνω της.
- ↪ She has no shame.
Ρήμα
| ενεστώτας | shame |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | shames |
| αόριστος | shamed |
| παθητική μετοχή | shamed |
| ενεργητική μετοχή | shaming |
shame (en)
- (μεταβατικό) ντροπιάζω, κάνω κάποιον να ντρέπεται
- ↪ He shamed me with his generosity.
- Με ντρόπιασε με τη γενναιοφροσύνη του.
- ↪ He shamed me with his generosity.
- (μεταβατικό, επίσημο) ντροπιάζω, κάνω κάποιον να αισθάνεται ότι έχει χάσει την τιμή ή τον σεβασμό
- ↪ You have shamed our family.
- Ντρόπιασες την οικογένειά μας.
- ↪ You have shamed our family.
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη humiliate
Πηγές
- shame (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- shame (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 480, 594. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρίμα, ντροπή, ντροπιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.