αγεροχτυπημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγεροχτυπημένος η αγεροχτυπημένη το αγεροχτυπημένο
      γενική του αγεροχτυπημένου της αγεροχτυπημένης του αγεροχτυπημένου
    αιτιατική τον αγεροχτυπημένο την αγεροχτυπημένη το αγεροχτυπημένο
     κλητική αγεροχτυπημένε αγεροχτυπημένη αγεροχτυπημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγεροχτυπημένοι οι αγεροχτυπημένες τα αγεροχτυπημένα
      γενική των αγεροχτυπημένων των αγεροχτυπημένων των αγεροχτυπημένων
    αιτιατική τους αγεροχτυπημένους τις αγεροχτυπημένες τα αγεροχτυπημένα
     κλητική αγεροχτυπημένοι αγεροχτυπημένες αγεροχτυπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγεροχτυπημένος < αεροχτυπημένος < αερο- + χτυπημένος

Μετοχή

αγεροχτυπημένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.