αεροσυνοδός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αεροσυνοδός οι αεροσυνοδοί
      γενική του/της αεροσυνοδού των αεροσυνοδών
    αιτιατική τον/την αεροσυνοδό τους/τις αεροσυνοδούς
     κλητική αεροσυνοδέ αεροσυνοδοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεροσυνοδός < αέρας + συνοδός (απόδοση του αγγλ. air hostess)

Ουσιαστικό

αεροσυνοδός αρσενικό ή θηλυκό

αεροσυνοδός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.