αεροβατώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αεροβατώ < αρχαία ελληνική ἀεροβατῶ < ἀήρ + βαίνω
Ρήμα
αεροβατώ
- (κυριολεκτικά) βαδίζω, περπατώ στον αέρα
- (μεταφορικά) δεν έχω επαφή με την πραγματικότητα και κάνω σκέψεις μη ρεαλιστικές, « πετάω στα σύννεφα »
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αεροβατώ | αεροβατούσα | θα αεροβατώ | να αεροβατώ | αεροβατώντας | |
| β' ενικ. | αεροβατείς | αεροβατούσες | θα αεροβατείς | να αεροβατείς | (αεροβάτει) | |
| γ' ενικ. | αεροβατεί | αεροβατούσε | θα αεροβατεί | να αεροβατεί | ||
| α' πληθ. | αεροβατούμε | αεροβατούσαμε | θα αεροβατούμε | να αεροβατούμε | ||
| β' πληθ. | αεροβατείτε | αεροβατούσατε | θα αεροβατείτε | να αεροβατείτε | αεροβατείτε | |
| γ' πληθ. | αεροβατούν(ε) | αεροβατούσαν(ε) | θα αεροβατούν(ε) | να αεροβατούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αεροβάτησα | θα αεροβατήσω | να αεροβατήσω | αεροβατήσει | ||
| β' ενικ. | αεροβάτησες | θα αεροβατήσεις | να αεροβατήσεις | αεροβάτησε | ||
| γ' ενικ. | αεροβάτησε | θα αεροβατήσει | να αεροβατήσει | |||
| α' πληθ. | αεροβατήσαμε | θα αεροβατήσουμε | να αεροβατήσουμε | |||
| β' πληθ. | αεροβατήσατε | θα αεροβατήσετε | να αεροβατήσετε | αεροβατήστε | ||
| γ' πληθ. | αεροβάτησαν αεροβατήσαν(ε) |
θα αεροβατήσουν(ε) | να αεροβατήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αεροβατήσει | είχα αεροβατήσει | θα έχω αεροβατήσει | να έχω αεροβατήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αεροβατήσει | είχες αεροβατήσει | θα έχεις αεροβατήσει | να έχεις αεροβατήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αεροβατήσει | είχε αεροβατήσει | θα έχει αεροβατήσει | να έχει αεροβατήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αεροβατήσει | είχαμε αεροβατήσει | θα έχουμε αεροβατήσει | να έχουμε αεροβατήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αεροβατήσει | είχατε αεροβατήσει | θα έχετε αεροβατήσει | να έχετε αεροβατήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αεροβατήσει | είχαν αεροβατήσει | θα έχουν αεροβατήσει | να έχουν αεροβατήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.