αδικημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδικημένος η αδικημένη το αδικημένο
      γενική του αδικημένου της αδικημένης του αδικημένου
    αιτιατική τον αδικημένο την αδικημένη το αδικημένο
     κλητική αδικημένε αδικημένη αδικημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδικημένοι οι αδικημένες τα αδικημένα
      γενική των αδικημένων των αδικημένων των αδικημένων
    αιτιατική τους αδικημένους τις αδικημένες τα αδικημένα
     κλητική αδικημένοι αδικημένες αδικημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ði.ciˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδικημένος

Μετοχή

αδικημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.