αδιαφανές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αδιαφανές τα αδιαφανή
      γενική του αδιαφανούς των αδιαφανών
    αιτιατική το αδιαφανές τα αδιαφανή
     κλητική αδιαφανές αδιαφανή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδιαφανές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αδιαφανής

Ουσιαστικό

αδιαφανές ουδέτερο

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.