αδιαφανές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αδιαφανές | τα | αδιαφανή |
| γενική | του | αδιαφανούς | των | αδιαφανών |
| αιτιατική | το | αδιαφανές | τα | αδιαφανή |
| κλητική | αδιαφανές | αδιαφανή | ||
| Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αδιαφανές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αδιαφανής
Πηγές
- αδιαφανές - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
αδιαφανές
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.