αγρύπνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγρύπνια | οι | αγρύπνιες |
| γενική | της | αγρύπνιας | — | |
| αιτιατική | την | αγρύπνια | τις | αγρύπνιες |
| κλητική | αγρύπνια | αγρύπνιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγρύπνια < (αναδρομικός σχηματισμός) αγρυπν(ώ) + -ια. (Επίσης δείτε, αγρυπνία και την αρχαία ελληνική ἀγρυπνία)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈɣɾip.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γύπ‐πνια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.