αγρυπνώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγρυπνώ < ἀγρυπνέω

Ρήμα

αγρυπνώ

  1. μένω ξύπνιος την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να κοιμάμαι
  2. έχω την προσοχή μου τεταμένη, περιμένω με ένταση

Αντώνυμα

Σύνθετα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.