αγρυπνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγρυπνία οι αγρυπνίες
      γενική της αγρυπνίας των αγρυπνιών
    αιτιατική την αγρυπνία τις αγρυπνίες
     κλητική αγρυπνία αγρυπνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγρυπνία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγρυπνία (αγρύπνια)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣɾiˈpni.a/

Ουσιαστικό

αγρυπνία θηλυκό

  1. (λόγιο) το να παραμένει κανείς ξύπνιος κατά τη διάρκεια της νύχτας
     συνώνυμα: αγρύπνια (λαϊκότροπο)
  2. (θρησκεία) θρησκευτική τελετή που γίνεται τις νυχτερινές ώρες
     συνώνυμα: ολονυκτία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.