αγρυπνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγρυπνία | οι | αγρυπνίες |
| γενική | της | αγρυπνίας | των | αγρυπνιών |
| αιτιατική | την | αγρυπνία | τις | αγρυπνίες |
| κλητική | αγρυπνία | αγρυπνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγρυπνία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγρυπνία (αγρύπνια)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣɾiˈpni.a/
Ουσιαστικό
αγρυπνία θηλυκό
Συγγενικά
Αναφορές
- αγρυπνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.