αγριογούρουνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριογούρουνο τα αγριογούρουνα
      γενική του αγριογούρουνου των αγριογούρουνων
    αιτιατική το αγριογούρουνο τα αγριογούρουνα
     κλητική αγριογούρουνο αγριογούρουνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δύο αγριογούρουνα
ψητό αγριογούρουνο

Ετυμολογία

αγριογούρουνο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγριογούρουνον. Μορφολογικά, (άγριος) αγριο- + γουρούν(ι) + -ο [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣɾi.oˈɣu.ɾu.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγριογούρουνο

Ουσιαστικό

αγριογούρουνο ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) θηλαστικό που ζει στα δάση, τρέφεται με καρπούς και είναι ξάδελφος του γουρουνιού
     συνώνυμα: αγριόχοιρος
  2. (γαστρονομία) μεγειρεμένο κρέας αγριογούρουνου

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.