αγριογούρουνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγριογούρουνο | τα | αγριογούρουνα |
| γενική | του | αγριογούρουνου | των | αγριογούρουνων |
| αιτιατική | το | αγριογούρουνο | τα | αγριογούρουνα |
| κλητική | αγριογούρουνο | αγριογούρουνα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

δύο αγριογούρουνα
.jpg.webp)
ψητό αγριογούρουνο
Ετυμολογία
- αγριογούρουνο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγριογούρουνον. Μορφολογικά, (άγριος) αγριο- + γουρούν(ι) + -ο [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣɾi.oˈɣu.ɾu.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐ο‐γού‐ρου‐νο
Ουσιαστικό
αγριογούρουνο ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) θηλαστικό που ζει στα δάση, τρέφεται με καρπούς και είναι ξάδελφος του γουρουνιού
- (γαστρονομία) μεγειρεμένο κρέας αγριογούρουνου
Μεταφράσεις
αγριογούρουνο
|
→ δείτε τη λέξη αγριόχοιρος |
Αναφορές
- αγριογούρουνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.