αγριοσυκιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγριοσυκιά | οι | αγριοσυκιές |
| γενική | της | αγριοσυκιάς | των | αγριοσυκιών |
| αιτιατική | την | αγριοσυκιά | τις | αγριοσυκιές |
| κλητική | αγριοσυκιά | αγριοσυκιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγριοσυκιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγριοσυκῆ + -ιά < ἄγριος + συκῆ
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣɾi.o.siˈca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γριο‐συ‐κιά
Ουσιαστικό
αγριοσυκιά θηλυκό
- (βοτανική) η άγρια συκιά
- Ο Θώμος Κρανιάς έπιασε τώρα και κέντρωνε μια αγριοσκιά. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
Συνώνυμα
Συγγενικά
- Αγριοσυκιά (τοπωνύμιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.