φραγκοσυκιά
Νέα ελληνικά (el)

Το φυτό φραγκοσυκιά με τα φρούτα του.
Ετυμολογία
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φραγκοσυκιά | οι | φραγκοσυκιές |
| γενική | της | φραγκοσυκιάς | των | φραγκοσυκιών |
| αιτιατική | τη | φραγκοσυκιά | τις | φραγκοσυκιές |
| κλητική | φραγκοσυκιά | φραγκοσυκιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φραγκοσυκιά θηλυκό
- το δέντρο που παράγει φραγκόσυκα, και που ονομάστηκε έτσι επειδή η καλλιέργειά του εισήχθη στην Ελλάδα από ξένους τόπους μετά το 1600 μ.Χ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.