caprifig

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

caprifig (en) (πληθυντικός: caprifig)

  1. αγριοσυκιά
  2. συκιά με αρσενικά και θηλυκά λουλούδια, που χρησιμεύει στη γονιμοποίηση των θηλυκών συκιών
  3. σύκο (αγριοσυκιάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.