caprifig

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
caprifig (en) (πληθυντικός: caprifig)
- αγριοσυκιά
- συκιά με αρσενικά και θηλυκά λουλούδια, που χρησιμεύει στη γονιμοποίηση των θηλυκών συκιών
- σύκο (αγριοσυκιάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.