αγοραστών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αγοραστών
- γενική πληθυντικού του αγοραστός
- γενική πληθυντικού του αγοραστή
- γενική πληθυντικού του αγοραστό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.