αγίασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγίασμα τα αγιάσματα
      γενική του αγιάσματος των αγιασμάτων
    αιτιατική το αγίασμα τα αγιάσματα
     κλητική αγίασμα αγιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγίασμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁγίασμα < ἁγιάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈʝi.a.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγίασμα

Ουσιαστικό

αγίασμα ουδέτερο

  1. το αγιασμένο νερό, ο αγιασμός
  2. η πηγή από την οποία ρέει νερό που θεωρείται ιερό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.