εγκαίνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | εγκαίνια | ||
| γενική | των | εγκαινίων | ||
| αιτιατική | τα | εγκαίνια | ||
| κλητική | εγκαίνια | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγκαίνια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγκαίνια < ἐν + καινός
Ουσιαστικό
εγκαίνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η τελετή για την επίσημη έναρξη της λειτουργίας ενός κτηρίου, τεχνικού έργου ή μιας επιχείρησης, έκθεσης κλπ
- (εκκλησιαστικός όρος) τρύπα στο κέντρο της Αγίας Τράπεζας που περιέχει υλικά (σμύρνα, μαστίχα, τμήμα λειψάνων κάποιου αγίου ή μάρτυρα της Εκκλησίας κλπ.) που χρησιμοποιήθηκαν στα εγκαίνια του ναού
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τελετή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.