αγιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγιάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἁγιάζω < αρχαία ελληνική ἁγίζω

Προφορά 1

ΔΦΑ : /a.ʝiˈa.zo/ (επίσημο ύφος)
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγιάζω

Ρήμα

αγιάζω, πρτ.: αγίαζα, στ.μέλλ.: θα αγιάσω, αόρ.: αγίασα, παθ.φωνή: αγιάζομαι, π.αόρ.: αγιάσθηκα/αγιάστηκα, μτχ.π.π.: αγιασμένος/ηγιασμένος

  • (σε επίσημο ύφος)
  1. (μεταβατικό) ευλογώ και εξαγνίζω
    Ο αρχιεπίσκοπος αγίασε τα ύδατα.
     συνώνυμα: καθαγιάζω
  2. (αμετάβατο) ανακηρύσσομαι άγιος
     συνώνυμα: αγιοποιούμαι
Εκφράσεις
Συγγενικά

με προφορά α-γι-α

Κλίση

Παθητική φωνή: δείτε κλίση, και με αόριστο: αγιάσθηκα

Προφορά 2

ΔΦΑ : /aˈʝa.zo/ (οικείο ύφος)
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγιάζω

Ρήμα

αγιάζω, πρτ.: άγιαζα, στ.μέλλ.: θα αγιάσω, αόρ.: άγιασα, παθ.φωνή: αγιάζομαι, π.αόρ.: αγιάστηκα, μτχ.π.π.: αγιασμένος

  • (σε οικείο ύφος)
  1. (μεταβατικό) ευλογώ
    Ο παπάς άγιασε τα νερά.
  2. (αμετάβατο, ειρωνικό) γίνομαι σαν άγιος (από υπερβολική καλοσύνη, ή βάσανα)
  3. Θ' αγιάσει απ' τα βάσανα και τις κακουχίες.
  4. (αμετάβατο, ειρωνικό, μεταφορικά) αδυνατίζω, χάνω βάρος
     συνώνυμα: έφεξα (στον αόριστο)
Εκφράσεις
  • ν' αγιάσει το στόμα (σου): επιδοκιμασία των λόγων κάποιου
  • ν' αγιάσουν τα κόκαλα (κάποιου): ευχή να είναι ευλογημένος
  • σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω: δέχομαι αδιαμαρτύρητα τα παθήματα, δεν αντιστέκομαι
Συγγενικά

με προφορά α-για

Κλίση

Συγγενικά

με προφορά α-γι-ο ή α-γιο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.