αγιαστήρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγιαστήρα | οι | αγιαστήρες |
| γενική | της | αγιαστήρας | — | |
| αιτιατική | την | αγιαστήρα | τις | αγιαστήρες |
| κλητική | αγιαστήρα | αγιαστήρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγιαστήρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁγιαστήρι[1][2] + μεγεθυντικό επίθημα -α[3] < ελληνιστική κοινή ἁγιαστήρ(ιον) (ιερός χώρος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ʝaˈsti.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐για‐στή‐ρα
Μεταφράσεις
αγιαστήρα
|
→ δείτε τη λέξη αγιαστούρα |
Αναφορές
- αγιαστούρα, αγιαστήρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγιαστήρι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- αγιαστήρα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.