αγιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ʝiˈa.zo.me/ (επίσημο ύφος)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γι‐ά‐ζο‐μαι
- ΔΦΑ : /aˈʝa.zo.me/ (οικείο ύφος)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γιά‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
αγιάζομαι, πρτ.: αγιαζόμουν, στ.μέλλ.: θα θα αγιαστώ, αόρ.: αγιάστηκα, μτχ.π.π.: αγιασμένος
- παθητική φωνή του ρήματος αγιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.