καθαγιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθαγιάζω < (ελληνιστική κοινή)

Ρήμα

καθαγιάζω, πρτ.: καθαγίαζα, στ.μέλλ.: θα καθαγιάσω, αόρ.: καθαγίασα, παθ.φωνή: καθαγιάζομαι, μτχ.π.π.: καθαγιασμένος

  1. καθιστώ κάτι άγιο, του δίνω ιερό χαρακτήρα με ειδική τελετή (πχ ανάγνωση ευχών, ραντισμό κλπ)
  2. (μεταφορικά) ενεργώ ώστε να θεωρηθεί κάτι απαλλαγμένο από σφάλματα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.