αγγιχτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγγιχτός | η | αγγιχτή | το | αγγιχτό |
| γενική | του | αγγιχτού | της | αγγιχτής | του | αγγιχτού |
| αιτιατική | τον | αγγιχτό | την | αγγιχτή | το | αγγιχτό |
| κλητική | αγγιχτέ | αγγιχτή | αγγιχτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγγιχτοί | οι | αγγιχτές | τα | αγγιχτά |
| γενική | των | αγγιχτών | των | αγγιχτών | των | αγγιχτών |
| αιτιατική | τους | αγγιχτούς | τις | αγγιχτές | τα | αγγιχτά |
| κλητική | αγγιχτοί | αγγιχτές | αγγιχτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγγιχτός < αγγίζω
Επίθετο
αγγιχτός, -ή, -ό
- που τον αγγίζουν
- ≈ συνώνυμα: άθικτος (και άθιχτος), ανέπαφος, απείραχτος
- που έχει χρησιμοποιηθεί
Εκφράσεις
- καλάθι άγγιχτο: στην καλαθοσφαίριση, λέγεται όταν η μπάλα περνάει τη στεφάνη της μπασκέτας χωρίς να την αγγίξει
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αγγιχτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.