αγγελικούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγελικούλα οι αγγελικούλες
      γενική της αγγελικούλας
    αιτιατική την αγγελικούλα τις αγγελικούλες
     κλητική αγγελικούλα αγγελικούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αγγελικούλα (Pittosporum tobira)

Ετυμολογία

αγγελικούλα < αγγελική + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

αγγελικούλα θηλυκό

  • (φυτό) το κοινό όνομα του φυτού Πιττόσπορον το τομπίρα (Pittosporum tobira)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.