αγγειοσυσταλτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγγειοσυσταλτικός | η | αγγειοσυσταλτική | το | αγγειοσυσταλτικό |
| γενική | του | αγγειοσυσταλτικού | της | αγγειοσυσταλτικής | του | αγγειοσυσταλτικού |
| αιτιατική | τον | αγγειοσυσταλτικό | την | αγγειοσυσταλτική | το | αγγειοσυσταλτικό |
| κλητική | αγγειοσυσταλτικέ | αγγειοσυσταλτική | αγγειοσυσταλτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγγειοσυσταλτικοί | οι | αγγειοσυσταλτικές | τα | αγγειοσυσταλτικά |
| γενική | των | αγγειοσυσταλτικών | των | αγγειοσυσταλτικών | των | αγγειοσυσταλτικών |
| αιτιατική | τους | αγγειοσυσταλτικούς | τις | αγγειοσυσταλτικές | τα | αγγειοσυσταλτικά |
| κλητική | αγγειοσυσταλτικοί | αγγειοσυσταλτικές | αγγειοσυσταλτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αγγειοσυσταλτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.