ἀγγεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἀγγεῖον | τὰ | ἀγγεῖᾰ |
| γενική | τοῦ | ἀγγείου | τῶν | ἀγγείων |
| δοτική | τῷ | ἀγγείῳ | τοῖς | ἀγγείοις |
| αιτιατική | τὸ | ἀγγεῖον | τὰ | ἀγγεῖᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀγγεῖον | ἀγγεῖᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγγείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγγείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀγγεῖον < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- ἀγγεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγγεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.