αγγειοδιασταλτικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγειοδιασταλτικό τα αγγειοδιασταλτικά
      γενική του αγγειοδιασταλτικού των αγγειοδιασταλτικών
    αιτιατική το αγγειοδιασταλτικό τα αγγειοδιασταλτικά
     κλητική αγγειοδιασταλτικό αγγειοδιασταλτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγειοδιασταλτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγγειοδιασταλτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό

αγγειοδιασταλτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αγγειοδιασταλτικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.