αγγειοδιασταλτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγγειοδιασταλτικό | τα | αγγειοδιασταλτικά |
| γενική | του | αγγειοδιασταλτικού | των | αγγειοδιασταλτικών |
| αιτιατική | το | αγγειοδιασταλτικό | τα | αγγειοδιασταλτικά |
| κλητική | αγγειοδιασταλτικό | αγγειοδιασταλτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγγειοδιασταλτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγγειοδιασταλτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
αγγειοδιασταλτικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) φάρμακο που επιφέρει αγγειοδιαστολή και ελάττωση της αρτηριακής πίεσης
Μεταφράσεις
αγγειοδιασταλτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αγγειοδιασταλτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αγγειοδιασταλτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αγγειοδιασταλτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.