αγαστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαστός η αγαστή το αγαστό
      γενική του αγαστού της αγαστής του αγαστού
    αιτιατική τον αγαστό την αγαστή το αγαστό
     κλητική αγαστέ αγαστή αγαστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαστοί οι αγαστές τα αγαστά
      γενική των αγαστών των αγαστών των αγαστών
    αιτιατική τους αγαστούς τις αγαστές τα αγαστά
     κλητική αγαστοί αγαστές αγαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγαστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγαστός < ἄγαμαι (θαυμάζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣaˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγαστός

Επίθετο

αγαστός, -ή, -ό

  • άξιος θαυμασμού, άριστος
      Για πρώτη φορά στις φοιτητικές κινητοποιήσεις οι δύο μεγάλες παρατάξεις επιδεικνύουν σε αγαστή συνεργασία έντονα αγωνιστική δράση. (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 5 Σεπτεμβρίου 2011)
    (ειρωνικό)   Κάπως έτσι λοιπόν, σε αγαστή συνεργασία, Τύπος, κόμματα και κυβέρνηση έκλεισαν τ' αυτιά τους στην Κασσάνδρα. (εφημερίδα Καθημερινή, 6 Αυγούστου 2011)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.