ἀγανακτέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἀγανακτῶ | |
| Παρατατικός | ἠγανάκτουν | |
| Μέλλοντας | ἀγανακτήσω | |
| Αόριστος | ἠγανάκτησα | |
| Παρακείμενος | ἠγανάκτηκα | |
| Υπερσυντέλικος | ἠγανακτήκειν | |
| Συντελ.Μέλλ. | ἠγανακτηκώς ἒσομαι |
ἀγανακτέω και συνηρημένο ἀγανακτῶ
- νιώθω έντονο σωματικό ερεθισμό, από αίτια όπως λ.χ. το κρύο
- (μεταφορικά) αγανακτώ, εξοργίζομαι, λυπάμαι
Συνώνυμα
- ἄχθομαι
- ὀργιοῦμαι
Συγγενικά
Σύνθετα
- διαγανακτέω
- ἐπαγανακτέω
- συναγανακτέω
- ὑπεραγανακτέω
Πηγές
- ἀγανακτέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγανακτέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.