ἀγανακτέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀγανακτέω < υπάρχουν τρεις υποθέσεις ετυμολογίας: (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  1. επίρρημα ἄγαν + ἀκτός (εκ του ἄγω)
  1. επίρρημα ἄγαν + ἄχθομαι
  1. επίρρημα ἄγαν + ἐνεγκεῖν (<φέρω)

Ρήμα

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀγανακτῶ 
Παρατατικός  ἠγανάκτουν 
Μέλλοντας  ἀγανακτήσω 
Αόριστος  ἠγανάκτησα 
Παρακείμενος  ἠγανάκτηκα 
Υπερσυντέλικος  ἠγανακτήκειν 
Συντελ.Μέλλ.  ἠγανακτηκώς ἒσομαι 

ἀγανακτέω και συνηρημένο ἀγανακτῶ

  1. νιώθω έντονο σωματικό ερεθισμό, από αίτια όπως λ.χ. το κρύο
  2. (μεταφορικά) αγανακτώ, εξοργίζομαι, λυπάμαι

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

  • διαγανακτέω
  • ἐπαγανακτέω
  • συναγανακτέω
  • ὑπεραγανακτέω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.