αγέρωχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγέρωχος η αγέρωχη το αγέρωχο
      γενική του αγέρωχου της αγέρωχης του αγέρωχου
    αιτιατική τον αγέρωχο την αγέρωχη το αγέρωχο
     κλητική αγέρωχε αγέρωχη αγέρωχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγέρωχοι οι αγέρωχες τα αγέρωχα
      γενική των αγέρωχων των αγέρωχων των αγέρωχων
    αιτιατική τους αγέρωχους τις αγέρωχες τα αγέρωχα
     κλητική αγέρωχοι αγέρωχες αγέρωχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγέρωχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγέρωχος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈʝe.ɾo.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγέρωχος

Επίθετο

αγέρωχος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.