ἀγέρωχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀγέρωχος | τὸ ἀγέρωχον | οἱ, αἱ ἀγέρωχοι | τὰ ἀγέρωχα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀγερώχου | τοῦ ἀγερώχου | τῶν ἀγερώχων | τῶν ἀγερώχων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀγερώχῳ | τῷ ἀγερώχῳ | τοῖς, ταῖς ἀγερώχοις | τοῖς ἀγερώχοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀγέρωχον | τὸ ἀγέρωχον | τοὺς, τὰς ἀγερώχους | τὰ ἀγέρωχα |
| Κλητική | ἀγέρωχε | ἀγέρωχον | ἀγέρωχοι | ἀγέρωχα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀγερώχω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀγερώχοιν | |||
Παράγωγα
- ἀγερώχως (επίρρημα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γέρας
Πηγές
- ἀγέρωχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγέρωχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.