Αβλέμονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αβλέμονας | οι | Αβλέμονες |
| γενική | του | Αβλέμονα | των | Αβλεμόνων |
| αιτιατική | τον | Αβλέμονα | τους | Αβλέμονες |
| κλητική | Αβλέμονα | Αβλέμονες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αβλέμονας < αβλέμονας
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈvle.mo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐βλέ‐μο‐νας
Κύριο όνομα
Αβλέμονας αρσενικό
- παραθαλάσσιος οικισμός των Κυθήρων
- ※ Εκτεταμένα στρώματα πορφύρας έχουν βρεθεί στη νοτιοανατολική ακτή των Κυθήρων, στον Αβλέμονα. Οι Φοίνικες ίσως είχαν εδώ μια εμπορική αποικία, γιατί ο Ξενοφώντας γράφει πως το λιμάνι αρχικά λεγόταν Φοινικούς. (John Freely (μτφ. Τιτίνα Σπερελάκη, επιμ. Αρετή Μπουκάλα), Ταξιδεύοντας στη Μεσόγειο με τον Όμηρο, (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2016), σελ. 186)
- Αυλέμονας (παρωχημένη)
-
Αβλέμονας στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.