αβάσκαντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβάσκαντος | η | αβάσκαντη | το | αβάσκαντο |
| γενική | του | αβάσκαντου | της | αβάσκαντης | του | αβάσκαντου |
| αιτιατική | τον | αβάσκαντο | την | αβάσκαντη | το | αβάσκαντο |
| κλητική | αβάσκαντε | αβάσκαντη | αβάσκαντο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβάσκαντοι | οι | αβάσκαντες | τα | αβάσκαντα |
| γενική | των | αβάσκαντων | των | αβάσκαντων | των | αβάσκαντων |
| αιτιατική | τους | αβάσκαντους | τις | αβάσκαντες | τα | αβάσκαντα |
| κλητική | αβάσκαντοι | αβάσκαντες | αβάσκαντα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αβάσκαντος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀβάσκαντος[1] < ἀ- (α- στερητικό) + αρχαία ελληνική βασκαίνω, βασκαν- + -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈva.skan.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βά‐σκα‐ντος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Παράγωγα
Συγγενικά
- αβασκαντούρι
- → και δείτε τη λέξη βασκαίνω
Μεταφράσεις
αβάσκαντος
|
Αναφορές
- αβάσκαντος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αβάσκαντος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.