αβάσκαντος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβάσκαντος η αβάσκαντη το αβάσκαντο
      γενική του αβάσκαντου της αβάσκαντης του αβάσκαντου
    αιτιατική τον αβάσκαντο την αβάσκαντη το αβάσκαντο
     κλητική αβάσκαντε αβάσκαντη αβάσκαντο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβάσκαντοι οι αβάσκαντες τα αβάσκαντα
      γενική των αβάσκαντων των αβάσκαντων των αβάσκαντων
    αιτιατική τους αβάσκαντους τις αβάσκαντες τα αβάσκαντα
     κλητική αβάσκαντοι αβάσκαντες αβάσκαντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβάσκαντος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀβάσκαντος[1] < ἀ- (α- στερητικό) + αρχαία ελληνική βασκαίνω, βασκαν- + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈva.skan.dos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβάσκαντος

Επίθετο

αβάσκαντος, -η, -ο [2]

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Παράγωγα

Συγγενικά

  • αβασκαντούρι
  •  και δείτε τη λέξη βασκαίνω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.