ματιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ματιασμένος | η | ματιασμένη | το | ματιασμένο |
| γενική | του | ματιασμένου | της | ματιασμένης | του | ματιασμένου |
| αιτιατική | τον | ματιασμένο | τη | ματιασμένη | το | ματιασμένο |
| κλητική | ματιασμένε | ματιασμένη | ματιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ματιασμένοι | οι | ματιασμένες | τα | ματιασμένα |
| γενική | των | ματιασμένων | των | ματιασμένων | των | ματιασμένων |
| αιτιατική | τους | ματιασμένους | τις | ματιασμένες | τα | ματιασμένα |
| κλητική | ματιασμένοι | ματιασμένες | ματιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ματιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ματιάζω
Μεταφράσεις
ματιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.