sensation

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
sensation sensations

Ουσιαστικό

sensation (en)

  1. (μετρήσιμο) το αίσθημα, η αίσθηση, το συναίσθημα, η εντύπωση που έχουμε από τα εξωτερικά ή εσωτερικών ερεθίσματα όπως τα λαμβάνουμε από τις αισθήσεις μας
    a sensation of gratitude/happiness - ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης/ευτυχίας
    I had the sensation of falling.
    Είχα την αίσθηση πως έπεφτα.
    I was filled with a sensation of gratitude.
    Με πλημμύρισε ένα συναίσθημα ευγνωμοσύνης.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη feeling
  2. (μετρήσιμο) η αίσθηση, πολύ μεγάλη έκπληξη, ενθουσιασμός ή ενδιαφέρον μεταξύ πολλών ανθρώπων
    The news was a big sensation in the village.
    Τα νέα έκαναν μεγάλη αίσθηση στο χωριό.
    His film caused a sensation.
    Η ταινία του έκανε αίσθηση.

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

sensation < λατινική sensatio

Προφορά

ΔΦΑ : /sɑ̃.sa.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
sensation sensations

sensation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.