sensation
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| sensation | sensations |
Ουσιαστικό
sensation (en)
- (μετρήσιμο) το αίσθημα, η αίσθηση, το συναίσθημα, η εντύπωση που έχουμε από τα εξωτερικά ή εσωτερικών ερεθίσματα όπως τα λαμβάνουμε από τις αισθήσεις μας
- (μετρήσιμο) η αίσθηση, πολύ μεγάλη έκπληξη, ενθουσιασμός ή ενδιαφέρον μεταξύ πολλών ανθρώπων
- ↪ The news was a big sensation in the village.
- Τα νέα έκαναν μεγάλη αίσθηση στο χωριό.
- ↪ His film caused a sensation.
- Η ταινία του έκανε αίσθηση.
- ↪ The news was a big sensation in the village.
Πηγές
- sensation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 19, 842. ISBN 9780194325684., λήμμα: αίσθημα, αίσθηση, συναίσθημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.