αἴγλη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | αἴγλη | ||
| γενική | τῆς | αἴγλης | ||
| δοτική | τῇ | αἴγλῃ | ||
| αιτιατική | τὴν | αἴγλην | ||
| κλητική ὦ! | αἴγλη | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αἴγλη, ήδη ομηρικό < για το θέμα έχουν προταθεί διάφορες εκδοχές όπως η σύνδεση με το επίθετο για τον Απόλλωνα «Ἀσγελάτας» + -λη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αἴγλη
- το φως του ήλιου ή της σελήνης
- η λάμψη, η ακτινοβολία
- (μεταφορικά) η δόξα, το μεγαλείο
Παράγωγα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά
Πηγές
- αἴγλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἴγλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.