αἴγλη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική αἴγλη
      γενική τῆς αἴγλης
      δοτική τῇ αἴγλ
    αιτιατική τὴν αἴγλην
     κλητική ! αἴγλη
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αἴγλη, ήδη ομηρικό < για το θέμα έχουν προταθεί διάφορες εκδοχές όπως η σύνδεση με το επίθετο για τον Απόλλωνα «Ἀσγελάτας» + -λη  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

αἴγλη

  1. το φως του ήλιου ή της σελήνης
  2. η λάμψη, η ακτινοβολία
  3. (μεταφορικά) η δόξα, το μεγαλείο

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.