φωτοστέφανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτοστέφανο τα φωτοστέφανα
      γενική του φωτοστέφανου των φωτοστέφανων
    αιτιατική το φωτοστέφανο τα φωτοστέφανα
     κλητική φωτοστέφανο φωτοστέφανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτοστέφανο < φως (γενική: του φωτός) + στεφάνι
εικόνα του μάρτυρα Ιουστίνου του Φιλοσόφου με φωτοστέφανο

Ουσιαστικό

φωτοστέφανο ουδέτερο (και φωτοστέφανος)

  1. (θρησκεία) ο χαρακτηριστικός κύκλος, χρυσού ή άλλου χρώματος, που περιβάλλει το κεφάλι του Ιησού Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων στις εικόνες
  2. (μεταφορικά) η αίγλη, η δόξα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.