φωτοστέφανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φωτοστέφανο | τα | φωτοστέφανα |
| γενική | του | φωτοστέφανου | των | φωτοστέφανων |
| αιτιατική | το | φωτοστέφανο | τα | φωτοστέφανα |
| κλητική | φωτοστέφανο | φωτοστέφανα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία

εικόνα του μάρτυρα Ιουστίνου του Φιλοσόφου με φωτοστέφανο
Ουσιαστικό
φωτοστέφανο ουδέτερο (και φωτοστέφανος)
- (θρησκεία) ο χαρακτηριστικός κύκλος, χρυσού ή άλλου χρώματος, που περιβάλλει το κεφάλι του Ιησού Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων στις εικόνες
- (μεταφορικά) η αίγλη, η δόξα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.