éclat
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- éclat < esclat < éclater
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kla/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| éclat | éclats |
éclat (fr) αρσενικό
- το κομμάτι σπασμένου αντικειμένου, το θραύσμα
- η βροντή
- (μεταφορικά) ο θόρυβος
- η λάμψη
- (μεταφορικά) η λαμπρότητα
- η αίγλη
- o θάμβος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.