ισοκράτημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ισοκράτημα τα ισοκρατήματα
      γενική του ισοκρατήματος των ισοκρατημάτων
    αιτιατική το ισοκράτημα τα ισοκρατήματα
     κλητική ισοκράτημα ισοκρατήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ισοκράτημα < το ίσ(ο) + -ο- + κράτημα

Προφορά

ΔΦΑ : /i.soˈkɾa.ti.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισοκράτημα

Ουσιαστικό

ισοκράτημα ουδέτερο

Συγγενικά

  • ισοκράτης

 και δείτε τις λέξεις ίσο και κρατάω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.