ίσια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ίσια, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ίσιος στον πληθυντικό

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.sça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ίσια

Επίρρημα

ίσια και λαϊκό ίσα (τροπικό επίρρημα)

  1. ευθεία
    τον είδα να προχωρά ίσια προς το γκρεμό (κατευθείαν)
     συνώνυμα: ντουγρού
    κόψ' το 'ίσια το ύφασμα (ευθύγραμμα)
  2. ευθέως
    Θα στο πω στα ίσια: δε θέλω να σε παντρευτώ!
      Τη ρώτησε έτσι απλά και ίσια. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
  3. μέχρι

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ίσια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ίσιο, ουδέτερο του ίσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του ίσια του θηλυκού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.