ιζηματοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιζηματοποίηση οι ιζηματοποιήσεις
      γενική της ιζηματοποίησης* των ιζηματοποιήσεων
    αιτιατική την ιζηματοποίηση τις ιζηματοποιήσεις
     κλητική ιζηματοποίηση ιζηματοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιζηματοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιζηματοποίηση < ίζημα + -ο- + -ποίηση

Ουσιαστικό

ιζηματοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.