προσηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
προσηλώνω (παθητική φωνή: προσηλώνομαι)
- συγκεντρώνω το βλέμμα μου ή τις σκέψεις και ενέργειες μου αποκλειστικά σε κάτι
Συγγενικά
- προσηλωμένος
- προσήλωση
- → δείτε τη λέξη ήλος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσηλώνω | προσήλωνα | θα προσηλώνω | να προσηλώνω | προσηλώνοντας | |
| β' ενικ. | προσηλώνεις | προσήλωνες | θα προσηλώνεις | να προσηλώνεις | προσήλωνε | |
| γ' ενικ. | προσηλώνει | προσήλωνε | θα προσηλώνει | να προσηλώνει | ||
| α' πληθ. | προσηλώνουμε | προσηλώναμε | θα προσηλώνουμε | να προσηλώνουμε | ||
| β' πληθ. | προσηλώνετε | προσηλώνατε | θα προσηλώνετε | να προσηλώνετε | προσηλώνετε | |
| γ' πληθ. | προσηλώνουν(ε) | προσήλωναν προσηλώναν(ε) |
θα προσηλώνουν(ε) | να προσηλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσήλωσα | θα προσηλώσω | να προσηλώσω | προσηλώσει | ||
| β' ενικ. | προσήλωσες | θα προσηλώσεις | να προσηλώσεις | προσήλωσε | ||
| γ' ενικ. | προσήλωσε | θα προσηλώσει | να προσηλώσει | |||
| α' πληθ. | προσηλώσαμε | θα προσηλώσουμε | να προσηλώσουμε | |||
| β' πληθ. | προσηλώσατε | θα προσηλώσετε | να προσηλώσετε | προσηλώστε | ||
| γ' πληθ. | προσήλωσαν προσηλώσαν(ε) |
θα προσηλώσουν(ε) | να προσηλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσηλώσει | είχα προσηλώσει | θα έχω προσηλώσει | να έχω προσηλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσηλώσει | είχες προσηλώσει | θα έχεις προσηλώσει | να έχεις προσηλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσηλώσει | είχε προσηλώσει | θα έχει προσηλώσει | να έχει προσηλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσηλώσει | είχαμε προσηλώσει | θα έχουμε προσηλώσει | να έχουμε προσηλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσηλώσει | είχατε προσηλώσει | θα έχετε προσηλώσει | να έχετε προσηλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσηλώσει | είχαν προσηλώσει | θα έχουν προσηλώσει | να έχουν προσηλώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.