ανετυμολόγητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανετυμολόγητος η ανετυμολόγητη το ανετυμολόγητο
      γενική του ανετυμολόγητου της ανετυμολόγητης του ανετυμολόγητου
    αιτιατική τον ανετυμολόγητο την ανετυμολόγητη το ανετυμολόγητο
     κλητική ανετυμολόγητε ανετυμολόγητη ανετυμολόγητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανετυμολόγητοι οι ανετυμολόγητες τα ανετυμολόγητα
      γενική των ανετυμολόγητων των ανετυμολόγητων των ανετυμολόγητων
    αιτιατική τους ανετυμολόγητους τις ανετυμολόγητες τα ανετυμολόγητα
     κλητική ανετυμολόγητοι ανετυμολόγητες ανετυμολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανετυμολόγητος < (ελληνιστική κοινή) ἀνετυμολόγητος < ἐτυμολογέω / ἐτυμολογῶ < αρχαία ελληνική ἔτυμος + λέγω

Επίθετο

ανετυμολόγητος, -η, -ο

Αντώνυμα

  • ετυμολογημένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.