ετυμολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ετυμολόγος | οι | ετυμολόγοι |
| γενική | του/της | ετυμολόγου | των | ετυμολόγων |
| αιτιατική | τον/την | ετυμολόγο | τους/τις | ετυμολόγους |
| κλητική | ετυμολόγε | ετυμολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ετυμολόγος < (ελληνιστική κοινή) ἐτυμολόγος < αρχαία ελληνική ἐτυμολογέω/ἐτυμολογῶ < ἔτυμ(ος) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό
ετυμολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (συνήθως ειδικός γλωσσολόγος) που ασχολείται με την ετυμολόγηση των λέξεων
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.