ετυμηγορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ετυμηγορία | οι | ετυμηγορίες |
| γενική | της | ετυμηγορίας | των | ετυμηγοριών |
| αιτιατική | την | ετυμηγορία | τις | ετυμηγορίες |
| κλητική | ετυμηγορία | ετυμηγορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ετυμηγορία < (ελληνιστική κοινή) ἐτυμηγορία < ἔτυμος + ἀγορεύω (το να λέει κάποιος δημόσια τι είναι αλήθεια)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ti.mi.ɣoˈɾi.a/
Ουσιαστικό
ετυμηγορία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.